Τρίτη 2 Απριλίου 2013

"Ιμαρέτ" του Γιάννη Καλπούζου


Συνοπτική Περιγραφή:

Άρτα 1854. Τουρκοκρατία. Δύο αγόρια γεννιούνται την ίδια νύχτα. Ένας Έλληνας και ένας Τούρκος που η μοίρα τους κάνει ομογάλακτους. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή τους με φόντο την άγνωστη ιστορία της περιοχής. Ο Γιάννης Καλπούζος αναπαριστάνει με μοναδικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, ο παππούς Ισμαήλ, η "μικρή" ακόμη Ελλάδα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο φανατικός Ντογάν, οι συγκρούσεις, οι επαναστάσεις, η συνύπαρξη, οι Απόκριες, το Ραμαζάνι, τα πρόσωπα και οι συνήθειες των κατοίκων των τριών φυλών, λαθρέμποροι, κολίγοι, τσιφλικάδες, ο πλούτος μαζί με την εξαθλίωση. Όλοι έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού.



Γιάννης Καλπούζος
Ο Γιάννης Καλπούζος (kalpuzos@yahoo.gr) γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Από το 1982 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Με την ποιητική συλλογή Έρωτας νυν και αεί ήταν υποψήφιος στη μικρή λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008.
Από το 1995 έχει υπογράψει τους στίχους 70 τραγουδιών πολλά από τα οποία ερμήνευσαν γνωστοί καλλιτέχνες (Γλυκερία, Ορφέας Περίδης, Ελένη Πέτα, Γιάννης Σαββιδάκης) «Ό, τι αγαπώ είναι δικό σου», «Δέκα μάγισσες», «Τι μου ‘χει λείψει», «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα» κ.ά. καθώς και τους στίχους 18 τραγουδιών στο παιδικό θεατρικό έργο Τρυφεράκανθος.
Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ για το μυθιστόρημά του Ιμαρέτ: Στη σκιά του ρολογιού (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2008), το οποίο έχει ξεπεράσει τα 70.000 αντίτυπα σε πωλήσεις και μεταφράζεται ήδη στα ιταλικά και στα πολωνικά. Το 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το μυθιστόρημά του Άγιοι και δαίμονες με υπότιτλο Εις ταν Πόλιν, το οποίο βρίσκεται στην 38η χιλιάδα. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Ουρανόπετρα, Η δωδέκατη γενιά κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2013.

Επισκεφθείτε και το blog του συγγραφέα: http://kalpuzos.blogspot.gr/

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Πάντα καλά του Παύλου Μάτεσι

Περιγραφή
Mια σημερινή αθηναϊκή γειτονιά. Που επιμένει να παραμένει πολύ «γειτονιά». Kαι γυναικοκρατείται. Προς μεγάλη αγαλλίαση -και κέρδος- όλων των αρσενικών του έργου. H γειτονιά αυτή είναι μια αισθηματοκρατορία. Oι γυναίκες πολύχυμες, πολυπράγμονες, προληπτικές-σίγουρες όλες πως όλες τους είναι κούκλες- όχι νεαρές, ημι-εγγράμματες, φωνακλούδες. Δηλαδή γοητευτικές. Στο πέρασμά τους, άρωμα από κολόνια λεμόνι χύμα και στιφάδο. Kαι ο έρως ξεσπαθώνει ξεσπαθώνει. Για κάθε ντάμα του έργου χτυπιέται και πλαντάζει από ένας τουλάχιστον αρσενικός. Oι καβαλιέροι του έργου, μπακάληδες, φορτηγατζήδες, αστυφύλακες, υδραυλικοί και πρακτικοί αρχαιολόγοι, όλοι αγροτικής δομής, όλοι άνθρωποι του αισθήματος, λιποθυμούν κατ' εξακολούθησιν από έρωτα. Kαι συνέρχονται όχι με κολόνια, αλλά με άρωμα από σουτζουκάκια. Oι ντάμες μονίμως διαπράττουν αισθηματικές αυτοκτονίες (δεν τους πετυχαίνουν ποτέ). Στο έργο κυκλοφορούν και δύο αβρότατες νέες καλόγριες. Kατασκευάζουν όχι εικονίσματα αλλά κούκλες αγίων (έχουν το κοπυράιτ). Στέκι τους το «Kομμωτήριον η Δαλιδά», όπου διαθέτουν με δόσεις τις άγιες κούκλες στις κομμωτηριάζουσες. Oι καλόγριες ονομάζονται Θεοτέκνη και Eυκολπία. Kαι, για όσους έχουν αναγνώσει τη Mητέρα του Σκύλου και είναι εξοικειωμένοι με την πρακτική του Φώκνερ, η ηρωίδα του άνω βιβλίου είναι περαστική κομπάρσα από το Πάντα καλά. Eδώ, η πάλαι ποτέ γυμνόποδη Mούσα φοράει ψηλοτάκουνα. H Ποίηση, μεταμφιεσμένη σε κομμώτρια, περιφέρεται ακροποδητί ως λαθρομετανάστρια (και μια καλόδεχτη λαθρομετανάστρια!), χαμογελάει και δεν λέει τ' όνομά της. Tο έργο μυρώνεται με την ευωδία της σάρκας, προσποιείται πως είναι άκρως γήινο, είναι ολόκληρο ένα «ευτυχές τέλος» και έχει τον υπότιτλο «αισθηματικό μυθιστόρημα».


Ο Παύλος Μάτεσις (1933-2013) γεννήθηκε στο χωριό Δίβρη, στην Πελοπόννησο. Μέχρι τα 19 του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Βαχλιώτη, μουσική και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του για να αφοσιωθεί στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Ως ηθοποιός, εμφανίστηκε παίζοντας τον Υιό στη "Φαύστα" του Μποστ και τον Αϊνστάιν στην κωμωδία "Αρσενικό και παλιά δαντέλα" του Κέσελρινγκ. Δίδαξε υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου (1963-64). Διετέλεσε βοηθός δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο, μεταξύ 1971-1973. Επίσης, έγραψε και σκηνοθέτησε δύο τηλεοπτικές σειρές που παίχτηκαν στην ΥΕΝΕΔ (1974-76) καθώς και κείμενα για Floor Show. Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε με το μονόπρακτο θεατρικό έργο "Ο σταθμός", το 1964, που διακρίθηκε στο διαγωνισμού του θιάσου "Δωδέκατη Αυλαία" και ακολούθησε "Η τελετή", που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου το 1966 και παραστάθηκε από το Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γιώργου Μιχαηλίδη την επόμενη χρονιά, και δύο χρόνια αργότερα από το Εθνικό Θέατρο. Στην πρώτη φάση της θεατρικής του δημιουργίας, ο Μάτεσις κινήθηκε στο χώρο της σκληρής απομυθοποίησης του ελληνικού μικροαστισμού και στη συνέχεια -με οριακή δημιουργία το "Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο"- στράφηκε προς μια γραφή που παραπέμπει στο λεγόμενο θέατρο του παραλόγου με σαφείς αναφορές στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ. Με το θεατρικό έργο του "Προς Ελευσίνα", εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του William Faulkner "Καθώς ψυχορραγώ", ο Μάτεσις επιχείρησε μια ανατρεπτική απεικονιση της ζωής από τη σκοπιά του θανάτου, με αναφορές στην ελληνική παράδοση από την αρχαία τραγωδία ως το δημοτικό τραγούδι και τα ελληνικά ήθη και έθιμα, όλα σε μια ανεστραμμένη οπτική. Στην πεζογραφία πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση το 1987 με τη νουβέλα "Αφροδίτη", και έγινε γνωστός το 1990 με τη "Μητέρα του σκύλου", στο οποίο αντιμετωπίζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία μέσα από τη ματιά της κεντρικής ηρωίδας του, της ψυχωσικής Ραραούς. "Η μητέρα του σκύλου" μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και περιλήφθηκε στη λίστα του αγγλικού εκδοτικού οίκου Quintet Publishing "1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του". Την ίδια προβληματική συνέχισε ο Μάτεσις με τη συλλογή διηγημάτων του "Ύλη δάσους" αλλά και το μυθιστόρημα "Ο παλαιός των Ημερών". Ανατρεπτικής γραφής ήταν και το μυθιστόρημά του "Πάντα καλά", το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήρισε αισθηματικό μυθιστόρημα, καθώς και τα "Σκοτεινός οδηγός", "Μύρτος", "Αλδεβαράν" και το παρωδιακό "Graffito". Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση λογοτεχνικών και θεωρητικών έργων (από συγγραφείς όπως οι Σαίξπηρ, Μπεν Τζόνσον, Αριστοφάνης, Μολιέρος, Ίψεν, Μπωμαρσαί, Βιτράκ, Αρτώ, Πίντερ, Μάμετ, Σέπαρντ, Αραμπάλ). Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2013, στα 80 του χρόνια, ενώ νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Βραβεία - Διακρίσεις:
1. Διάκριση στο διαγωνισμό μονόπρακτων του θεατρικού οργανισμού "12 Αυλαία" (1964) για το μονόπρακτο "Ο σταθμός".
2. Κρατικό βραβείο θεάτρου 1966 για το έργο "Η τελετή".
3. Έπαθλο "Κάρολος Κουν"-Πόλις των Αθηνών 1989 για το καλύτερο ελληνικό έργο της χρονιάς ("Περιποιητής φυτών").
4. Βραβείο Ελληνόφωνων Κάτω Ιταλίας (1998) για το μυθιστόρημα του "Η μητέρα του σκύλου".
5 . Μέγα Βραβείο Κριτικών Θεάτρου, 2000.
6. Βραβείο Acerbi (2002) για το μυθιστόρημα "Η μητέρα του σκύλου".
Έχει μεταφράσει στα ελληνικά: Mrojek, Ben Johnson, Roger Vitrac, Harold Pinter, Henrik Ibsen, Sean O' Casey, Fernando Arrabal, Joe Orton, Antonin Artaud, Margaret Atwood, Map. Macdonald, William Shakespeare, Beaumarchais, Stendhal, Alain Fournier, Στρατή Χαβιαρά, Alba Ambert, Peter Ackroyd, William Faulkner και στα νέα ελληνικά τα έργα του Αριστοφάνη: "Ειρήνη", "Πλούτος", "Βάτραχοι", "Νεφέλαι", "Όρνιθες", "Αχαρνής", "Θεσμοφοριάζουσαι", "Λυσιστράτη".
Εργογραφία:
Θεατρικά Έργα:
-"Προς Ελευσίνα", Αθήνα, Εστία, 1995
-"Εξορία", Αθήνα, Εστία, 1982
-"Λύκε-λύκε", Αθήνα, Εστία, 1984
-"Διηγήματα", Αθήνα, Κέδρος, 1976
-"Η καθαίρεση", Αθήνα, Κέδρος, 1969
-"Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο", Αθήνα, Κέδρος, 1973· Καστανιώτης, 1997.
-"Μικρό-Αστικό Δίκαιο", Αθήνα, Κέδρος, 1984
-"Περιποιητής φυτών", Αθήνα, Κέδρος, 1989, Καστανιώτης, 1997
-"Βιοχημεία", Αθήνα, Δωδώνη, 1971· Καστανιώτης, 1997
-"Η τελετή", Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
-"Η βουή", Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
-"Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος", Αθήνα, Εστία, 2002
Πεζογραφία:
-"Αφροδίτη", Αθήνα, Εστία, 1986, 2000
-"Ύλη Δάσους", διηγήματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000
-"Η μητέρα του σκύλου", Αθήνα, Καστανιώτης, 1990
-"Ο παλαιός των ημερών", Αθήνα, Καστανιώτης, 1994
-"Πάντα καλά", Αθήνα, Καστανιώτης, 1998, 2002
-"Σκοτεινός οδηγός", Αθήνα, Καστανιώτης, 2002
-"Μύρτος", Αθήνα, Καστανιώτης, 2004
- "Αλδεβαράν", Αθήνα, Καστανιώτης, 2007
- "Graffito", Αθήνα, Καστανιώτης, 2009
Μεταφράσεις:
Στα αγγλικά:
- "The Daughter: A Novel" [tr.by]: Fred A. Reed. London, Arcadia Press, 2002
Στα γαλλικά:
-"L'enfant de chienne" [tr.by]: Jacques Bouchard. Paris, Editions Gallimard - Du Monde Entier, 1993
-"L' ancien des jours" [tr.by]: Jacwues Bouchard Paris, actes Sud, 1997
Στα γερμανικά:
-"Die Tochter der Hundin", [tr.by]: Birgit Hildebrand. Munchen, Carl Hanser Verlag, 2001.
Στα ιταλικά:
-"Madre di cane" [tr.by]: Alberto Gabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
-"L' Antico dei Ciorni" [tr.by]: Alberto Cabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
-"Πάντα καλά", [tr.by]: Alberto Gabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
Στα ισπανικά:
-"Memorias de una hija de perra" [tr.by]: Kristina Serna. barcelona, Seix Barral, 1994
-"El Padre de los tiempos" [tr.by]: Kristina Serna. Barcelona, Seix Barral, 1994
-"El Padre de los tiempos" [tr.by]: Margarita Ramirez - Montesinos. Madrid, Amaranto, 1999
Στα ολλανδικά:
-"De Moeder Van De Hono", [tr.by]: Hero Hokwerda. Amsterdam, Uitgeverij Bakker, Prometeus, 1997
Στα γιουγκοσλάβικα:
-"Drevan od postanja dana", [tr.by]: Gaga Rosic. Beograd, Stubovi Kulture, 1998
-"MAJKA ΠCA", [tr.by]: Gaga Rosic. Beograd, Deyce Novine, 1994



 

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη


Περιγραφή
Η αναφορά μου στον Γκρέκο δεν είναι αυτοβιογραφία: η ζωή μου η προσωπική για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανένα άλλον: η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της να ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φθάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα - στην κορφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική ματιά. Θα βρεις λοιπόν φίλε αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιό πολλοί φθάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζουνται στη μέση της πορείας και δε φθάνουν στη κορφή του Γολγοθά  θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους να σταυρωθούν, ν αναστηθούν και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης, άλλον δεν έχει. Τέσσερα στάθηκαν τα αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμα μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματερή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμαι στο Οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω. Έναν άνθρωπο να ανεβαίνει με την ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας του. Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το Έργο, το σχόλιο στην κραυγή αυτή.


Γιατί το Φως είναι ένα, αδιαίρετο,
κι οπουδήποτε νικήσει ή νικηθεί,
νικάει και νικιέται και μέσα σου.

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο.


 
Ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός.

Βιογραφία

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932), και της Μαρίας (-1932) και είχε δύο αδελφές. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Παράλληλα, σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε αρκετές κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εξέδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη.

 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Είχε, βέβαια, γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924, - το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926 - με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.

 Με την Ελένη Σαμίου
                                                     

Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μιλάνε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ. Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση. Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba (μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crie) και Kapetan Elia. Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος Toda-Raba έγινε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.

Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.

To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών, που τα ονόμασε "κάντα". Αυτά ενσωματώθηκαν, αργότερα, σ' έναν τόμο με τον τίτλο Τερτσίνες (1960. Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Η «Οδύσσεια» είχε φτάσει τους 42.000 στίχους. Αφαίρεσε, όμως, μερικές χιλιάδες ο Καζαντζάκης, γιατί θεωρούσε γούρικο αριθμό το 3. Για το έργο αυτό ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν την τελική του μορφή προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Η πρώτη αυτοέκδοση της «Οδύσσειας» έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1938 με χρήματα της Αμερικανίδας Joe MacLeod. Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.



Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε ποινές που θα επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου. Βέβαια, τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον κατέκρινε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό της εκκλησίας. Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε, ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.[5] Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.

Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.


Από τη Βικιπαίδεια
 

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

"Χαμένη Άνοιξη" του Στρατή Τσίρκα

Στρατής Τσίρκας

Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου το 1911 και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.
Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στον Φασισμό. Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν (Louis Aragon).
To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο εργάζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.
Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 - Αθήνα 2007) και άλλους έλληνες αιγυπτιώτες δημιουργούν τη δραστήριο Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).
Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης "Αντιφασιστική Πρωτοπορία", της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.
Έχοντας εκδόσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο "Μπόμπα" εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.
Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα", τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.
Η έκδοση της "Λέσχης" το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας "Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο". Λόγω της άρνησής του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της , ως ολίσθιμα από τα ιδεολογικά θέσφατα». Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.
Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη "σιωπή" των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.
Το μυθιστόρημα "Χαμένη Άνοιξη" (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο "Δίσεχτα χρόνια". Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.
Η μετάφραση των "Ακυβέρνητων Πολιτειών" στα γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο του καλύτερου ξένου μθυιστορήματος στη Γαλλία το 1972.
Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.
Εργογραφία
 Φελλάχοι (1937), ποιητική συλλογή
 Το Λυρικό Ταξίδι (1938), ποιητική συλλογή
 Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944), συλλογή διηγημάτων
 Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946), ποιητική συλλογή
 Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), συλλογή διηγημάτων
 Ο ύπνος του θεριστή (1954), συλλογή διηγημάτων
 Νουρεντίν Μπόμπα (1957), νουβέλα
 Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) Κρατικό βραβείο καλύτερης βιογραφίας
 Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965), τριλογία που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα Η Λέσχη (1960)
 Αριάγνη (1962)
 Η Νυχτερίδα (1965)
Στον Κάβο (1966), διήγημα
 Αλλαξοκαιριά (1970), διήγημα (στον τόμο Δεκαοχτώ Κείμενα).
 Ο Πολιτικός Καβάφης, (1971) κριτικά άρθρα
 Τα ημερολόγια της Τριλογίας 'Ακυβέρνητες Πολιτείες' (1973)

 Χαμένη Άνοιξη (1976), πολιτικό μυθιστόρημα

 
 Ο συγγραφέας φιλοδοξούσε το βιβλίο αυτό να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, η οποία θα αφορούσε την ταραγμένη πολιτικά εποχή της δεκαετίας του '60, την επταετία της χούντας και τη Μεταπολίτευση. Ο θάνατός του το 1980 δεν του επέτρεψε παρά να προλάβει να τελειώσει το πρώτο μέρος αυτής της τριλογίας.
Ο Ανδρέας, πολιτικός πρόσφυγας από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από 18 χρόνια εξορίας. Είναι Ιούλιος του 1965 και ο ενθουσιασμένος ήρωας τριγυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιασμένος από την πολιτιστική άνθηση και βιώνει τις πολιτικές ταραχές της εποχής του. Κόντρα του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με το Παλάτι, παραίτησή του, πορείες στο κέντρο της Αθήνας και καταστολή τους από τις δυνάμεις ασφαλείας και τους παρακρατικούς, δολοφονία του Πέτρουλα, Αποστασία και φόβοι για μελλοντικό πραξικόπημα χαρακτηρίζουν το ηλεκτρισμένο κλίμα της εποχής. Ο Ανδρέας συμμετέχει στα γεγονότα αυτά αλλά περισσότερο ως παρατηρητής. Παράλληλα, ερωτεύεται δύο γυναίκες, την αδιάφορη για την πολιτική και με καθαρά υλιστική σκέψη για τη ζωή Φλώρα και τη νεαρότερη και παθιασμένη με την πολιτική Ματθίλδη.
Το βιβλίο προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Κατ' αρχάς, αποτελεί το ψυχογράφημα του κεντρικού ήρωα, ο οποίος έχει βιώσει τις συνέπειες της πολιτικής του τοποθέτησης με την εξορία του και η επιστροφή του στην Ελλάδα τον έχει καταστήσει διστακτικό. Τα γεγονότα του Ιουλίου του '65 τον βρίσκουν να καταγράφει τις εντυπώσεις του από τη σκοπιά του παρατηρητή. Η κληρονομία της μητέρας του υπενθυμίζει στον αναγνώστη, ότι ο πάλαι ποτέ φλογερός αγωνιστής έχει, πλέον, να χάσει πράγματα από πιθανές πολιτικές ανατροπές. Η συνεχής εμπλοκή του Κ.Κ.Ε., το οποίο δεν κατονομάζεται από το συγγραφέα αλλά η παρουσία και ο ρόλος του εμφαίνεται κάθε στιγμή, στιγματίζεται από τον πρωταγωνιστή, ο οποίος όντας πολιτικός πρόσφυγας θυμάται καλά το ρόλο και τα σφάλματα του εν λόγω κόμματος. Και όλ' αυτά καθιστούν τον Ανδρέα επιφυλακτικό απέναντι σε αυτά, που βλέπει και ακούει.
Παράλληλα, το βιβλίο αποτυπώνει την ιστορία των ημερών εκείνων, με τις συνεχείς και ολέθριες, όπως απεδείχθη, παρεμβάσεις του Παλατιού. Χωρίς να χαρίζεται στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο συγγραφέας στηλιτεύει τη σύμπραξη του Παλατιού με παρακρατικές δυνάμεις αλλά και τον αυταρχισμό, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η αντίδραση του κόσμου στις ενέργειες του βασιλιά και της κυβέρνησης των αποστατών, ενώ κάπου στο βάθος κάποιος στρατιωτικός, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος, προλειαίνει το έδαφος για την άνοδό του στην εξουσία, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου σπαράσσονται από ευτελείς διαμάχες και μικροπολιτικά συμφέροντα.
Ακόμα, ο συγγραφέας επιλέγει, πιστεύω, να περάσει, μέσα από τις αντιθέσεις των πρωταγωνιστών του βιβλίου, τα μηνύματά του. Από τη μια ο έμπειρος πολιτικά αλλά επιφυλακτικός σε βαθμό ουσιαστικής αδράνειας Ανδρέας συγκρίνεται με τη νεαρή, άπειρη αλλά ενθουσιώδη Ματθίλδη. Ο μαθημένος στην άκαμπτη κομματική πειθαρχία και τον αυστηρό έλεγχο της γενιάς του, όπως σφυρηλατήθηκε μέσα από τη θητεία του στο Κ.Κ.Ε. και τους αγώνες του, Ανδρέας είναι το αντίθετο από τη Ματθίλδη, η οποία επιθυμεί λιγότερο έλεγχο από τον κεντρικό κομματικό μηχανισμό, θέλει να ανοίξει τους ορίζοντές της και σπεύδει να ενώσει τις δυνάμεις της με τη δραστήρια νεολαία των Λαμπράκηδων. Από την άλλη, η παθιασμένη με την πολιτική και τα κοινά Ματθίλδη αποζητεί περισσότερη ελευθερία και να παύσουν οι παρεμβάσεις του Παλατιού στην πολιτική ζωή της Ελλάδος, ενώ στην άλλη άκρη η Φλώρα ζει μια επιφανειακά ερωτική ζωή με πολλούς ευκαιριακούς εραστές, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν γύρω της και αρνούμενη, πέρα από ορισμένες σπασμωδικές κινήσεις, να ασχοληθεί με αυτά, παρά την επαφή της με τις πολιτικές αντιλήψεις της εποχής της, όπως αυτές εκφράζονται από τους εραστές της.
Η γραφή του βιβλίου συνεπαίρνει τον αναγνώστη με τη μια, μεταφέροντάς τον σε μια εποχή ταραγμένη, όπου, όμως, ο κόσμος ονειρευόταν ένα καλύτερο και πιο ελεύθερο αύριο. Για όσους δεν έζησαν την εποχή αυτή, όπως ο γράφων, το βιβλίο προσφέρεται και για ιστορική ανασκόπηση. Και οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι τόσο άψογα δομημένοι και συμβολικοί, κυρίως η Φλώρα, ώστε αποτέλεσαν σωρεία συζητήσεων και αναλύσεων στα χρόνια που ακολούθησαν.
Σε μια εποχή, που ο κόσμος και κυρίως οι νέοι αδιαφορούν για τα κοινά και την πολιτική, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για να αντιληφθούμε τις συνέπειες της αδιαφορίας αυτής. Και το μήνυμά του αυτό είναι διαχρονικό και προσφέρεται μέσα από μια ονειρική γραφή, που απογειώνει τον αναγνώστη, αφήνοντάς τον να αναλογίζεται, σε τι επίπεδο θα είχε ανυψωθεί, αν ο συγγραφέας προλάβαινε να ολοκληρώσει την τριλογία του.
πηγή:
 
 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

"Η Αρχαία Σκουριά" της Μάρως Δούκα

    





Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα "Η Αρχαία Σκουριά", με το Β' Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Αθώοι και φταίχτες". Για το ίδιο μυθιστόρημα τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika. Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στις σελίδες της Βιβλιοθήκης στη στήλη "Πρόσωπα - Συγγραφέας του Μήνα".




Το πρώτο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (πρωτοεκδόθηκε το 1979) είναι η λογοτεχνική ομφαλοσκόπηση μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς του Πολυτεχνείου. Με την αδιάκοπη αφήγηση της Μυρσίνης Παναγιώτου ανασυστήνεται στον αναγνώστη μια εποχή (πιθανόν η Μυρσίνη να είναι ο συμβολισμός της ίδιας της εποχής ή ενός σημαντικού κομματιού της), αυτή της δικτατορίας, που όχι μόνο σημάδεψε, αλλά ταυτόχρονα σημαδεύτηκε. Με διαρκή πηγαινέλα στο αφηγηματικό παρόν και παρελθόν (Κατοχή, Εμφύλιος, Ανένδοτος), η ηρωίδα, φοιτήτρια τότε, περιγράφει κατά τρόπο συμπαγή και ευφυή τον έξω και των έσω κόσμο. Βοηθούντων των ιστοριών που ζει η ίδια, οι φίλοι της, η οικογένειά της, καθώς αυτών που έχουν ζήσει τα περιμετρικά της πρόσωπα, η Μάρω Δούκα καταφέρνει μ' έναν τρόπο περισσότερο από μοντέρνο, αγγίζοντας τα όρια του μεταμοντέρνου, να εντάξει στην "Αρχαία Σκουριά" όλη την ...άχρονη γυαλάδα. Και μέσα σ' όλα να αποδείξει ότι το κάθε "παρόν" δεν προέρχεται εκ παρθενογενέσεως, αλλά αποτελεί σύνδεσμο μιας αλυσίδας ιστορικών γεγονότων. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, λοιπόν.

Οργανώσεις, κομματικές συζητήσεις και ντιρεκτίβες, ατέρμονες μαρξιστικές και εν γένει θεωρητικές αναλύσεις, φυλακίσεις, διώξεις, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου, η παρουσίαση χαρακτήρων-ηρώων όλων των ειδών και των κοινωνικών τάξεων και προελεύσεων, με πρωτοστατούσα την ιδεολόγο (σχεδόν ουτοπίστρια) Μυρσίνη και μια σειρά ομοίων της, όπως επίσης και άλλων πιο "ρεαλιστών" χαρακτήρων, καθώς και καιροσκόπων ή αφελών επίσης, χωρούν μέσα σ' ένα μυθιστόρημα τόσο πολλά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης έχει σε πολλά σημεία του βιβλίου να σταθεί και να κατανοήσει. Κυρίως, δε, όσον αφορά την ηρωίδα, τις ατραπούς που αυτή διέρχεται στο συναισθηματικό -ερωτικό, φιλικό, οικογενειακό ή άλλο- κόσμο της.

Εντύπωση προκαλεί και η διάθεση της Μάρως Δούκα να ακολουθήσει αυτό το "πηγαινέλα" το βιβλίο της ως συνταίριασμα με τον αλλόκοτο ψυχικό κόσμο της Μυρσίνης, της ηρωίδας, η οποία βεβαίως συμφωνεί και προτυπώνει το αδιάκοπο πισωγύρισμα και την ατελείωτη αναμπουμπούλα της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά και συγκεκριμένα της περιόδου της χούντας. Μεταξύ άλλων, καθόλου δε φαίνεται να είναι τυχαία και η επιλογή των επιστημών που σπουδάζουν οι ήρωες: ιατρική και νομική, κατά κύριο λόγο, μιας και η πρώτη ασχολείται με την "ευταξία" του προσωπικού κόσμου και η δεύτερη με αυτήν του διαπροσωπικού. Όπως και η αρχιτεκτονική: είναι αυτή η επιστήμη που σκοπό έχει, καταρχήν τουλάχιστον, να "βάλει σε τάξη" ζωές ανθρώπων και πόλεων. Βέβαια, η συγγραφέας, ακόμη και για την ιατρική δηλώνει, μέσω της ηρωίδας, πως για να 'ναι κανείς καλός γιατρός, πρέπει να 'ναι καλή και η κοινωνία.

Με επιρροές απ' τον Στρατή Τσίρκα και τον Αντρέα Φραγκιά, ίσως και με μια επαφή με το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου, η Μάρω Δούκα παραμένει σύγχρονη και μοντέρνα, υφολογικά και πραγματολογικά, όντας η ίδια περισσότερο προσωπική και εξομολογητική στην πραγμάτευση του υλικού της. Το σημαίνον ζήτημα που προκύπτει βέβαια είναι η ένταξη του βιβλίου στο σήμερα. Το 1979 που εκδόθηκε η "Αρχαία Σκουριά" ήταν, και είναι ακόμα φυσικά, ένα πολιτικό, μεταξύ άλλων, μυθιστόρημα που μιλούσε ακριβώς για την εποχή του. Κάθε υπόνοια "βιαστικής ταφόπλακας" και "όψιμης σφράγισης" της ιστορικής εκείνης περιόδου προφανώς και κρίνεται περιττή εκ του αποτελέσματος του βιβλίου. Με ζωντανή την αίσθηση και τη συγκυρία της χούντας και της μεταπολίτευσης, το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα παραμένει σύγχρονο για την εποχή του και σύγχρονο για σήμερα, αφού μπορούμε να έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο "εποχής" της εποχής του, μια αναβίωση, δηλαδή, που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι κυρίως κυκλοφορεί ως ιστορικό ή πολιτικό μυθιστόρημα τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων στις οποίες έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί ή σύντομα θα κάνουμε λόγο γι' αυτές.
 * * *

Μπορεί να τελειώνει το βιβλίο και να μένει κανείς με μιαν αίσθηση "αποτυχίας" ή "παραίτησης". Έχω την εντύπωση, ωστόσο, ότι η Μάρω Δούκα, στην τραγική αυτή ηρωίδα-εποχή, δηλώνει την επανέναρξη και την ανασύνταξη.

"Έτσι επιτέλους χωρούσα σε μια κόλλα χαρτί:

Λοιπόν εγώ, ονομάζομαι Μυρσίνη Παναγιώτου. Γεννήθηκα στο Παρίσι στις 25 του Ιούλη. Κατοικώ οδός Σινώπης 10, μοναχή μου. Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα, η μητέρα μου έχει πεθάνει. Έχω αγωνιστεί στα χρόνια της δικτατορίας, στην αρχή, ως μέλος του Ρήγα. [...] Για τις ικανότητες και τις αδυναμίες μου δεν έχω τι να πω. Και τέλος πάντων πότε νιώθω ένας θεός πότε ένα πλάσμα".

Γιατί πρέπει κανείς να φτάσει στο μηδέν για να ξαναβρεί το ένα. Και ξανά το μηδέν. Και ξανά το ένα.

Δημήτρης Αθηνάκης
Πηγή:
 http://www.serrelib.gr/logotehnia.php?id=62

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Αλεξάκης Βασίλης "η μητρική γλώσσα"




Αλεξάκης Βασίλης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1943. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Είναι εγκατεστημένος στο Παρίσι από το 1968. Εκεί δούλεψε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα "Le Monde" και χρονογράφος. Έτσι εξοικειώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στην οποία έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα.Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει ασχοληθεί επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές "Mon amour", στην Ιταλία ("Citta armoniosa", 1978), "Γδύσου" (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες, υπό τον γενικό τίτλο "Η σκιά του Λεωνίδα" (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά ("Leonidas' Schatten", Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986).Έχει σκηνοθετήσει τέλος την ταινία μικρού μήκους "Είμαι κουρασμένος", βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες "Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση" (1984) και "Το τραπέζι" (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του "Αθηναίοι", απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991).Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του "Η μητρική γλώσσα"), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007, για το βιβλίο του "μ.Χ.").
 
Παρουσίαση
 Αμέσως μετά έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα για να μαζέψει ένα ελατήριο που είχε κυλήσει κάτω από την ηλεκτρική κουζίνα. "Τουλάχιστον να μη χαλάσει την κουζίνα", σκέφτηκα. Τότε πήγα στο σαλόνι και άνοιξα τον τουριστικό οδηγό. Διάβασα ότι στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα που στέγαζε την Πυθία ήταν χαραγμένα γνωμικά των επτά σοφών, το "γνώθι σαυτόν", "το μηδέν άγαν", κι ότι ανάμεσά τους υπήρχε ένα γράμμα μόνο του, ξεκάρφωτο, το κεφαλαίο Ε, που το νόημά του παραμένει άγνωστο. Έχει εμπνεύσει πολλές εικασίες, έλεγε ακόμη το κείμενο, αλλά καμία δεν κρίνεται πειστική. Η ανακάλυψη αυτή με χαροποίησε, κι ίσως επειδή αισθανόμουν ότι την όφειλα στον υδραυλικό, έπαψα να του γκρινιάζω και δεν διαμαρτυρήθηκα όταν έσπασε με μια αδέξια κίνηση τα δύο ποτήρια που στέγνωναν στο νεροχύτη. Το αίνιγμα του Ε μου έφερε στο νου τα προβλήματα που θέτουν τα σταυρόλεξα. "Είναι οπωσδήποτε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα, αφού δεν είναι δεδομένος ούτε ο ορισμός της λέξης, ούτε ο αριθμός των γραμμάτων που την αποτελούν". - Βρες μου μια λέξη που ν' αρχίζει από έψιλον, είπα στη Βαγγελιώ όταν επέστρεψε, κατά τη μία το πρωί. - Εντελώς, είπε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
 

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

"Αγκριτζέντο" του Κώστα Χατζηαντωνίου

Κώστας Χατζηαντωνίου, Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011( από: info@bookbar.gr )


Στον Έλληνα συγγραφέα Κώστα Χατζηαντωνίου απονεμήθηκε

το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011 για το βιβλίο του «Αγκριτζέντο» (Εκδόσεις Λιβάνη) . H σημαντική αυτή διάκριση, ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, στη Φρανκφούρτη.

Το «Αγκριτζέντο» είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Σικελία και έχει σαφείς αναφορές στον ελληνισμό της νοτίου Ιταλίας που γνώρισε ακμή στην αρχαιότητα.

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γεννήθηκε το 1965 στη Ρόδο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση.

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αφηγήματα, ιστορικές μελέτες για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και της Χειμάρρας, δοκίμια στοχασμού, εθνικής θεωρίας και ελληνικής ιστορίας, καθώς και δύο βιογραφίες (του Ν. Πλαστήρα και του Θ. Πάγκαλου). Από το 2006 είναι μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ από το 2008 έως το 2010 υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Έχει βραβευθεί από την Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων, από το PEN Club, ενώ έχει τιμηθεί και με το Βραβείο Δοκιμίου Π. Φωτέα.


 Λίγα λόγια για το βιβλίο:

 Γιατί το Αγκριτζέντο δεν είναι απλά μια πόλη…

Τι μπορεί να συμβεί όταν ανταμώσουν στο Αγκριτζέντο της Σικελίας…

…Ένας παράξενος γιατρός που καταδύεται στην ιστορία του αρχαίου Ακράγαντα, με οδηγό το μεγάλο φιλόσοφο, τέκνο της πόλης, Εμπεδοκλή.

Η κόρη του, μια ζωγράφος που ζητά τη λύτρωση όχι στην τέχνη, αλλά σε μιαν απρόβλεπτη μοίρα.

Ένας Έλληνας που επιλέγει τη φυγή και την επιστροφή στον πρώτο του έρωτα για να σωθεί από τον κορεσμό και την ανία.

Κάποιος παράνομος που κρύβεται εδώ και αναλογίζεται τη ζωή του καταρρίπτοντας τους μύθους για το οργανωμένο έγκλημα.

Ένας αποσχηματισμένος ιερέας που θυμάται μαζί με τον αδερφό του πρόσωπα και γεγονότα μιας άλλης Σικελίας…

 Ένα βιβλίο ύμνος γι’ αυτή την άλλη Σικελία, πέρα από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Μα κι ένα βιβλίο ύμνος για την πραγματική ζωή και για μια πατρίδα που δεν υπάρχει πια.


«Δεν εκτιμήσαμε τις πηγές ζωής της κληρονομιάς μας»
«Η συγκίνησή μου για τις περιοχές του μείζονος ελληνισμού δεν είναι μια εθνική εμμονή»
Κώστας Χατζηαντωνίου

Μέσα στη σκοτεινιά και αβεβαιότητα των ημερών, η είδηση για τη βράβευση ενός Έλληνα συγγραφέα με το Ευρωπαϊκό βραβείο Μυθιστορήματος 2011 αποτελεί μια πολύ ευχάριστη έκπληξη και ένα κατεξοχήν «καλό νέο». Σε μια εποχή που μια μεγάλη μερίδα σημαντικών σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων έχει υιοθετήσει μια στάση ουδετερότητας και κάποιας …υπεροψίας για την πολιτιστική μας κληρονομιά, ο συγγραφέας και μελετητής Κώστας Χατζηαντωνίου εκπροσωπεί την ελληνική λογοτεχνία στην Ευρώπη, με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Αγκριτζέντο» (Εκδόσεις Λιβάνη). Το Αγκριτζέντο (από το λατινικό Agrigentum) είναι η ομώνυμη πόλη της Σικελίας, χτισμένη στην περιοχή του αρχαίου Ακράγαντα, μια από τις επιφανέστερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας στην αρχαιότητα και πατρίδα του μεγάλου φιλόσοφου Εμπεδοκλή αλλά και του Λουίτζι Πιραντέλο.

Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη
Σε μια συνέντευξη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ο Κώστας Χατζηαντωνίου εξηγεί στο Book Bar τη φιλοσοφία του για τις περιοχές του μείζονος ελληνισμού που σφραγίζουν το συγγραφικό του έργο, μιλά για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά που «καταδιώκεται» άλλοτε από την άγονη αρχαιολατρία και άλλοτε από τον κούφιο προοδευτισμό, αναφέρεται στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και στους δαίμονές της που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε δημιουργικά …δαιμόνια και εκφράζει τους προβληματισμούς του για τη σημερινή Ευρώπη.

«Δεν θέλω να κρύψω μιαν αμφιθυμία
γι αυτό που είναι σήμερα η Ευρώπη»

Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος στο «Αγκριτζέντο» σε μια εποχή που η σχέση της χώρας μας με την Ευρώπη βρίσκεται κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν λάβατε το βραβείο και ποια είναι σήμερα;

Κάθε διάκριση προκαλεί χαρά. Δικαιώνει μια ιδέα, ενθαρρύνει την προσήλωση σε μια τέχνη, προτρέπει σε νέες εμπνεύσεις. Σε μένα, πέραν όλων αυτών των αυτονόητων, προσθέτει και άγχος για τη συνέχεια. Όσο υποκειμενικές και αν είναι οι κρίσεις, θεωρώ ότι υπάρχουν και αντικειμενικά στοιχεία για να αποτιμηθεί η μορφή ενός έργου, η γλώσσα του συγγραφέα, η πρωτοτυπία του. Είναι τιμή και ευθύνη να εκπροσωπείται στην Ευρώπη η ελληνική λογοτεχνία μ’ ένα βιβλίο μου. Δεν θέλω να κρύψω ωστόσο μιαν αμφιθυμία για αυτό που είναι σήμερα η Ευρώπη. Και δεν μπορώ παρά να τονίσω ότι τα δικά μας αδιέξοδα είναι και αδιέξοδα ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Αυτός κλυδωνίζεται σήμερα και η δημοσιονομική κρίση δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα.



 Ποιο στοιχείο του μυθιστορήματος πιστεύετε ότι του χάρισε τη διάκριση; Η υπόθεση; Οι χαρακτήρες; Ο τόπος που διαδραματίζεται; Οι αναφορές στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό;

Νομίζω πως αυτό που κατ’ αρχάς βοήθησε το βιβλίο να προσεχθεί ήταν ίσως ένα «κλίμα» που φανέρωνε την ενότητα και τις υπόγειες ή εμφανείς συγγένειες στον ψυχισμό των Ευρωπαίων του Νότου. Ο τόπος που συνδέει πλήθος λαών, το αρχαίο θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού, οι χαρακτήρες που αναζητούν ένα νόημα βίου και νομίζω πως είναι αληθινοί κι όχι προσχηματικοί, η υπόθεση που περιγράφει τα καίρια της ζωής (τον έρωτα, το μίσος, το πάθος για αυτογνωσία, τη δύναμη που μεταμφιέζεται σε αδυναμία και παραίτηση) συνετέλεσαν εξίσου. Ίσως όμως το αποφασιστικό στοιχείο να ήταν η γλώσσα και η επιμονή μου σε μια αισθητική αντίληψη που λατρεύει τη λέξη και δεν θέλει απλώς «να πει μια ιστορία» αλλά αγωνιά για τον τρόπο που θα την πει.




«Το Αγκριτζέντο, ο αρχαίος Ακράγαντας
είναι ένας τόπος που θέλησα
να μεταπλάσω σε σύμβολο»

 Πώς αποφασίσατε να «ταξιδέψετε» μυθοπλαστικά στη Σικελία και να αναζητήσετε πίσω από το Αγκριτζέντο τον αρχαίο Ακράγαντα και τα ίχνη των αρχαίων ελληνικών ιερών που βρίσκονται εκεί;

Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έχει προηγηθεί μια διαδρομή στο αφήγημα, το δοκίμιο, τη βιογραφία και την ιστορική μελέτη. Αν θεωρήσουμε ότι το μυθιστόρημα είναι το απαιτητικότερο είδος που συνθέτει όλα τα προηγούμενα σε ένα ενιαίο σχήμα, νομίζω πως το Αγκριτζέντο προέκυψε και ως μία «ωρίμανσή» μου. Έτσι, στη «γέννησή» του συνέκλιναν πολλές επιρροές. Διαβάσματα ιστορικά για την Σικελία, ένα διαρκές πάθος μου για τον εξωελλαδικό ελληνισμό, η γοητεία που μου ασκούσαν (και μου ασκούν) τα δύο μεγάλα τέκνα του Ακράγαντα, ο αρχαίος φιλόσοφος Εμπεδοκλής αλλά κι ο περίφημος δραματουργός Λουίτζι Πιραντέλο και φυσικά η ροδιακή μου  καταγωγή (η Ρόδος ήταν η μητρόπολη της Γέλας και του Ακράγαντα) με παρέσυραν σε αυτό το ταξίδι που ξεκίνησε ως ταξίδι γραφής πριν επισκεφθώ καν τον τόπο. Έναν τόπο που θέλησα να μεταπλάσω σε σύμβολο.

«Ο Εμπεδοκλής συνδύαζε έξοχα
το αριστοκρατικό ήθος με τη δημοκρατική συνείδηση»

 Τι σας γοήτευσε στην φιλοσοφία αλλά και στην προσωπικότητα του Εμπεδοκλή που  διατρέχει το βιβλίο;

Ο Εμπεδοκλής, ένας από τους σπουδαίους Προσωκρατικούς, δεν είναι δυστυχώς γνωστός, όσο θα έπρεπε. Ως κλασική προσωπικότητα συνδύαζε έξοχα το αριστοκρατικό ήθος και τη δημοκρατική συνείδηση. Δεν τον γοήτευσε η εύκολη ιδέα να γίνει τύραννος ή βασιλιάς (του το πρότειναν άλλωστε). Η ηθική συγκρότηση του αληθινού αριστοκράτη (λέξη που μιάναμε ταυτίζοντάς την με την πλουτοκρατία) δεν του το επέτρεπε. Προτίμησε να υποδείξει ένα δρόμο παιδείας. Και συνέλαβε τη μεγάλη αλήθεια. Πως όλα στη ζωή τα κινούν ο έρωτας και το μίσος, η φιλότητα και το νείκος, κατά τη δική του ορολογία. Αν σκεφτούμε για λίγο την ιστορία της ανθρωπότητας, των κοινωνιών ή ακόμη- ακόμη και την προσωπική μας ζωή, θα δούμε πως αυτές οι δύο κοσμογονικές δυνάμεις κινούν τα πάντα. Και θα τα κινούν επ’ άπειρον αφού ό, τι γεννιέται είναι αδύνατον να πεθάνει, όπως θα έλεγε  εκείνος.

«Μοιρασμένοι μεταξύ μιας άγονης αρχαιολατρίας και ενός κούφιου προοδευτισμού, δεν εκτιμήσαμε
τις πηγές ζωής της κληρονομιάς μας»

 Ζούμε σε μια εποχή που οι αναφορές στην αρχαιοελληνική πολιτιστική κληρονομιά αντιμετωπίζονται με κάποια επιφύλαξη ή και καχυποψία από μια μερίδα του πνευματικού και πολιτιστικού κόσμου της χώρας. Πού το αποδίδετε; Η παράμετρος αυτή σας απασχόλησε κατά τη συγγραφή του βιβλίου;

Είναι πάγια συνήθεια της νεοελληνικής πνευματικής ζωής να κινείται ως εκκρεμές ανάμεσα στα άκρα της ξενομανίας και της ξενοφοβίας. Δυστυχώς, μοιρασμένοι μεταξύ μιας άγονης αρχαιολατρίας και ενός κούφιου προοδευτισμού δεν εκτιμήσαμε όπως θα έπρεπε τις πηγές ζωής της κληρονομιάς μας. Αντιμετώπισα κι εγώ την καχυποψία, ιδιαίτερα σε ιστορικά μου βιβλία, αλλά αισθάνομαι πως ακολούθησα πάντα  την προσταγή του Σολωμού. Εθνικό είναι το αληθινό. Η καχυποψία είναι προϊόν άγνοιας ή και αντίδρασης προς μια πατριδοκαπηλία που επιβάρυνε συχνά την πολιτική μας ζωή. Αλίμονο όμως αν αφήσουμε αυτό τον λαμπρό πολιτισμό στην πατριδοκαπηλία, τη δημαγωγία και το λαϊκισμό.

«Ο πολιτισμός μας δεν είναι καταφύγιο,αλλά εφαλτήριο για το μέλλον. 
Η κρίση του καιρού μας είναι μια σπάνια ευκαιρία για αυτό»

 Οι σύγχρονοι Έλληνες νοιώθουμε εξαιρετικά υπερήφανοι για την ιστορία και την πολιτιστική μας κληρονομιά, ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζουμε ελάχιστα γι αυτήν. Που οφείλεται αυτή η αντίφαση αλλά και που οδηγεί κατά στη γνώμη σας; Πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει;

Ο νεοελληνικός διχασμός που ανέφερα εξηγεί νομίζω αυτή την αντίφαση, όπως και η εμπλοκή της παιδείας μας με τις πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες. Οι συνέπειες είναι τεράστιες. Χάνουμε μια πηγή πνευματικού πλούτου, ένα μοναδικό εργαλείο ανάλυσης και ανάτασης και παράλληλα αφήνουμε τον χώρο αυτόν ανοιχτό για να δρουν η προχειρότητα και ο ρηχός σωβινισμός. Είναι ιδιαίτερα επιτακτικό λοιπόν, σήμερα, να αξιολογήσουμε ξανά την πνευματική μας κληρονομιά. Όχι για να οχυρωθούμε σε αυτήν. Δεν είναι καταφύγιο ο πολιτισμός μας ενώ έξω θα μαίνεται η ιστορική καταιγίδα. Είναι εφαλτήριο, είναι δύναμη για το μέλλον. Και η κρίση του καιρού μας είναι μια σπάνια ευκαιρία γι’ αυτό.



«Η συγκίνησή μου για τις περιοχές
του μείζονος ελληνισμού δεν είναι μια εθνική εμμονή»

 Έχετε γράψει κείμενα για τον Ελληνισμό της Μικράς  Ασίας, της Κύπρου τώρα για τη Νότιο Ιταλία. Τι είναι εκείνο που σας γοητεύει ή σας συγκινεί σε αυτή τη θεματολογία για τις λεγόμενες «χαμένες πατρίδες» του ελληνισμού;

Η συγκίνησή μου για όσες περιοχές του μείζονος ελληνισμού δεν είχαν την τύχη να ενταχθούν στο νεοελληνικό κράτος (παρότι είχαν εξαιρετική συνεισφορά στην ελληνική πολιτισμική δημιουργία) δεν είναι μια εθνική εμμονή όπως θα μπορούσε εύκολα κάποιος να μου προσάψει. Είναι πριν απ’ όλα μια στάση ζωής, στάση υπαρκτική και φιλοσοφική. Με αυτά τα κείμενα εκφράζω την αγωνία μου που είναι να μη χαθούν από τη μνήμη των ανθρώπων η ζωή, τα έργα, τα επιτεύγματα εκατομμυρίων ψυχών που γνώρισαν οδυνηρές δοκιμασίες και είδαν τελικά να χάνεται μαζί με τη ζωή τους μια κληρονομιά αιώνων, ίσως και χιλιετιών. Η πάλη εναντίον της λήθης είναι η μόνη δικαίωση του  ανθρώπου απέναντι στο θάνατο που ψυχρά καταπίνει κάθε μας έργο πριν σαρώσει και την ίδια μας τη ζωή.

«Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς η άρτια αφήγηση
αλλά και η διαμόρφωση λογοτεχνικής  γλώσσας»

Έχετε υπάρξει μέλος της Κριτικής Επιτροπής για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Θα μπορούσατε να πείτε ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας κατά τη γνώμη σας; 

Το πάθος της γραφής και η ανάγκη της επικοινωνίας, το ταλέντο που ποτέ δεν έλειψε και ο ζήλος για τη συνέχιση μιας μακράς παράδοσης λογοτεχνικής ζωής, παρότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν προσφέρουν πια την αναγνώριση που κάποτε προσέφερε, είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας μας. Δυστυχώς, πολλές φορές η ευκολία της αφήγησης λειτουργεί ως παγίδα, γίνεται μειονέκτημα. Επειγόμενος κανείς να εκφραστεί, υποβαθμίζει συχνά το όργανο που είναι η γλώσσα. Και λογοτεχνία δεν είναι απλώς η άρτια αφήγηση (απαραίτητη βέβαια, για να μην παρεξηγηθώ) ή η υψηλή θερμοκρασία (στην περίπτωση της ποίησης) αλλά και η διαμόρφωση λογοτεχνικής γλώσσας, οι ζωντανοί χαρακτήρες, η αρτίωση της μορφής που θα δώσει καλλιτεχνική αξία στο περιεχόμενο. Εδώ νομίζω πως υστερούμε.

«Θέλουμε έργα ελληνικά και συνάμα σύγχρονα»

 Έχει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία τις προϋποθέσεις για διεθνή πορεία;

Υπάρχουν εξαιρετικοί συγγραφείς σήμερα στην Ελλάδα. Πάντα υπήρχαν. Αν στο διεθνές περιβάλλον η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει την αναγνώριση που όλοι θα θέλαμε, η αιτία πιστεύω πως είναι (πέρα από τις θεσμικές ανεπάρκειες και γενικότερες κακοδαιμονίες) ο λανθασμένος προσανατολισμός της. Ο ξένος αναγνώστης δεν θα ενδιαφερθεί για μια ελληνόφωνη εκδοχή όσων ήδη διαβάζει στη δική του λογοτεχνία ούτε για τις λεπτομέρειες της ιστορίας μας τονισμένες συναισθηματικά. Η διεθνής απήχηση του Καζαντζάκη και του Καβάφη είναι νομίζω αποκαλυπτική και διδακτική. Θέλουμε έργα ελληνικά και συνάμα σύγχρονα. Έργα που θα φανερώνουν πώς βλέπουμε εμείς τον κόσμο σήμερα. Όχι ως νοσταλγοί αλλά ως άνθρωποι που ζούνε με ένταση, πάθος και πρωτοτυπία.
πηγή: info@bookbar.gr