Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

"Δευτέρα παρουσία" της Τζούλια Γκανάσου




Μυθιστόρημα
Μια πόλη βομβαρδίζεται. Η δεκαεφτάχρονη Άννα και η Όλγα, η γιαγιά της, βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του σπιτιού τους. Το κορίτσι προτείνει να φύγουν, να βρουν καταφύγιο. Η γιαγιά αρνείται. Η Άννα διαπιστώνει ότι τα πόδια της Όλγας έχουν παραλύσει. Τότε η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι.
Οι δύο γυναίκες σαν ένα σώμα θα έρθουν αντιμέτωπες με την αποσύνθεση ενός κόσμου, με σκιές και αγρίμια με αποκριάτικες μάσκες, με παρένθετες μητέρες και καταφύγια-φυλακές, με παιδομάζωμα, αλλά και με κάθε λογής όμορφα πλάσματα, προσπαθώντας να επιζήσουν.
Θα φτάσουν, άραγε, στα σύνορα; Και τι θα θυσιάσουν;
Μια ιστορία επιβίωσης σε μια βομβαρδιζόμενη χώρα. Μια περιπέτεια ενηλικίωσης στις φλόγες του πολέμου. Ένας αγώνας διεκδίκησης των πλέον δεδομένων, του νερού, της τροφής, της στέγης, της ασφάλειας, της αγάπης, και κάποιων όχι και τόσο αυτονόητων, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της ίδιας της ζωής.
Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών κατοικημένων πόλεων, όπως στη Λωρίδα της Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Η ιστορία και τα πρόσωπα είναι προϊόντα μυθοπλασίας.


 Τζούλια Γκανάσου




Η Τζούλια Γκανάσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Βιοπορίζεται από την Πληροφορική.
Έχει εκδώσει πέντε έργα πεζογραφίας. Το τρίτο βιβλίο της, Ως το τέλος, ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014 και το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013 του περιοδικού Κλεψύδρα. Η νουβέλα Γονυπετείς (Γ΄ έκδοση) απέσπασε το Βραβείο Μεσόγειος 2018 από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ και το Βραβείο Διηγήματος στα Βραβεία Βιβλίου Public 2018. Το βιβλίο Γόνιμες Μέρες (Β΄ έκδοση) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Ιστορίες Εγκλεισμού 2021 του περιοδικού World Literature Today και το Βραβείο Μυθιστορήματος στα Βραβεία Βιβλίου Public 2022.
Διηγήματα και κείμενά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και ιστότοπους πολιτισμού και έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις και λογοτεχνικά φεστιβάλ στην Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία (Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Dasein, Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Γλασκώβης, Φεστιβάλ Βιβλίου Νίκαιας Γαλλίας, Fringe Festival Εδιμβούργου και άλλα).

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

"Αυτοπροσωπογραφία με ρώσικο πιάνο" του Βολφ Βόντρατσεκ


Σε ένα καφέ της Βιέννης, ένας συγγραφέας συναντά τον πάλαι – ποτέ Ρώσο πιανίστα Σουβόριν, o oποίος βρίσκεται στη δύση της ζωής του. Η νωχελική ατμόσφαιρα του καφέ ακουμπάει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής και σιγά σιγά οι αναμνήσεις ξεπηδούν σαν ασπρόμαυρα πλήκτρα από ένα ξεκούρδιστο πιάνο. Έτσι, ξεκινάει ένας υπαρξιακός χειμαρρώδης διάλογος, ανάμεσα στους δύο, περιτυλιγμένος από τη νοσταλγική αύρα του παρελθόντος και των χρυσών εποχών.
Έχοντας περάσει έναν Γολγοθά εμπειριών, ο πρώην πιανίστας της Σοβιετικής Ένωσης, έχει χάσει, εδώ και πολλά χρόνια κάποια, το αίσθημα ευχαρίστησης και επιβεβαίωσης που έχει ένας μουσικός μόλις ακούει το ένθερμο χειροκρότημα του κοινού μετά από ένα ρεσιτάλ. Επισκέπτεται, λοιπόν, άλλες φορές δειλά και άλλες θαρραλέα, διάφορα κομμάτια της ζωής του και το κουβάρι ξετυλίγεται μπροστά του συνειρμικά, εικονοπλαστικά και λυρικά, καθώς οι καφέδες και τα γλυκά, που σερβίρονται συνέχεια γύρω, ελαφρύνουν και παρηγορούν τη μελαγχολία μιας καλλιτεχνικής φλόγας που φαίνεται πλέον να υπάρχει με το ζόρι.
Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, είναι διάχυτη η παραδοσιακή και αυθεντική τάση ενός Ρώσου να διατηρήσει και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες της τέχνης στους επόμενους, ένας εκ των οποίων, είναι και ο συγγραφέας. Παρά την καριέρα που έχει ξεφτήσει, παρά τη μουσική που δεν ακούγεται πια συχνά, παρά τα τραύματα μιας ζωής που είχε από όλα, μέσω του μεθυστικού λόγου του Σουβόριν, η τέχνη παίρνει πάντα στο τέλος σάρκα και οστά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι σαν να ενσαρκώνεται σε Μούσα και να στέκεται αμίλητη δίπλα από τους δύο άντρες που μιλούν για εκείνη με εγκωμιαστικά και διθυραμβικά λόγια.
Ενδεχομένως ο μεγάλος μουσικός να αισθάνεται σαν λύτρωση και ταυτόχρονα υποχρέωση την ειλικρινή εξιστόρηση των γεγονότων της ζωής του, τώρα που τα απομεινάρια στέκονται πελώρια και η υπαρξιακή αγωνία του θανάτου καραδοκεί στη γωνία και πλησιάζει όλο και πιο κοντά.
Εδώ μέσα υπάρχει ό, τι είναι σημαντικό στη διάρκεια της αιωνιότητας. Ό, τι αξίζει και ό, τι έχει χαθεί αλλά δε λησμονείται. Αυτό το βιβλίο είναι ένα ρεσιτάλ χωρίς χειροκρότημα, μια συγχορδία που μια νότα της φαλτσάρει τόσο ώστε να γίνει αμέσως αντιληπτή από έναν ειδήμονα, ένας πικρός καφές που πίνεται στο λυκόφως. Αυτό το βιβλίο ανήκει σε αυτούς που ζουν την πραγματικότητα με όλες τις αισθήσεις ανοιχτές και απορροφούν τα ερεθίσματά της σαν σφουγγάρια.
Μεθυστική αλλά και μελαγχολική, με νότες από Ναμπόκοφ, Ζέμπαλντ και Μπέρνχαρντ, η Αυτοπροσωπογραφία με ρώσικο πιάνο είναι μια λογοτεχνική σονάτα για την ομορφιά, τη μουσική και το πάθος, γραμμένη από έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους γερμανόφωνους συγγραφείς.



Ο Βολφ Βόντρατσεκ γεννήθηκε το 1943 στο Ρούντολστατ της Θουριγγίας και μεγάλωσε στην Καρλσρούη. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη, το Γκαίτινγκεν και τη Φραγκφούρτη. Το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο Früher begann der Tag mit einer Schusswunde εκδόθηκε το 1969 και ξεχώρισε αμέσως για το ρηξικέλευθο ύφος του, ενώ τη δεκαετία του 1970 ακολούθησε μια σειρά ποιητικών βιβλίων όπου ο Βόντρατσεκ αξιοποιεί το ροκ και τα νέα μέσα, εμπνέεται από τον γερμανικό Μάη και σε βρίσκεται σε ανοιχτή ρήξη με το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής του. Το πείραμα αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένο: η ποιητική συλλογή Chuck’s Zimmer έγινε μπεστ-σέλλερ και ο Βόντρατσεκ καθιερώθηκε ως μια από τις πιο ξεχωριστές φωνές των γερμανικών γραμμάτων. Εκτός από ποιήματα, έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια, καθώς και θεατρικά και ραδιοφωνικά έργα.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

"Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει" της Ιρένε Σόλα



Και από κοντά οι σχέσεις των ανθρώπων, αγάπη και σκοτάδι αγκαλιά. Πώς να διαχειριστείς τον χαμό του ανθρώπου – έστω και αν έγινε κατά λάθος; Πώς θα απαλαίνει ο πόνος, πώς θα βιώνει την απώλεια του αγαπημένου της η γυναίκα ή μήπως δεν ήταν αγαπημένος;
«Όμως δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, να σκέφτομαι μονάχα τις καλές αναμνήσεις και ν’ αφήνω την κοφτερή νοσταλγία και την αχόρταγη απαντοχή να δουλεύουν και να μεθάνε την ψυχή μου ή να κολυμπάω στα ρυάκια της σκέψης μου με οδηγό τις θλιβερές αναμνήσεις, τις οδυνηρές, τις φριχτές, να πλημμυρίζουν την καρδιά μου και να αφήνουν ακόμα πιο ορφανή στη σκέψη ότι ο άντρας μου δεν ήταν ο άγγελος που στεφανώθηκα».
Η ζωή συνεχίζεται εκεί στα Πυρηναία, εκεί που έφτασε η χάρη του δικού μας Ηρακλή, για να δείξει τη μυθική του δύναμη, την επιβολή της δύναμής του. Η ζωή συνεχίζεται, γιατί είναι μαγιά της η μαγεία των σπόρων, η μαγεία του έρωτα, η εξέλιξη των κοινωνιών (ακόμα και των πιο μικρών), το παιχνίδι της σχέσης φύσης και ανθρώπου.

«Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει», ένα λογοτέχνημα που ακροβατεί, μια αφήγηση που δεν σε αφήνει σε χλωρό κλαρί…

Τραγουδώ στην πλαγιά, στην κορυφή, στο λιβάδι,

στις τσουκνίδες, στο βαθυκόκκινο τριαντάφυλλο,

στη βατομουριά,

Τραγουδώ σαν αυτόν που βάζει περιβόλι,

που σκαλίζει ένα τραπέζι,

που χτίζει ένα σπίτι,

που ανεβαίνει σ’ έναν λόφο,

που τρώει ένα καρύδι,

που ανάβει τα κάρβουνα.

Σαν Θεός δημιουργός ζώων και φυτών.

Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει.

Ένας ύμνος στα βουνά. Ένα ποίημα της πρωτόλειας ζωής του ανθρώπου στα απρόσιτα μέρη. Ένας λυρισμός της φύσης. Ένας πόνος του ανθρώπου. Μια μαύρη σκιά του πολέμου και του θανάτου. Μικρές ιστορίες χωρικών που ζουν στο δικό τους, ξεχωριστό σύμπαν, εκεί ψηλά στα σύνορα Ισπανίας και Γαλλίας.
Μια απόπειρα να βρεθεί η σχέση ανθρώπου και φύσης. «Τα σπόρια κοιμούνται κάτω από τη σκοτεινή γη, την υγρή. Φυλάνε μέσα τους όλα τα ξυπνήματα. Όλους τους κυνόδοντες του αγριογούρουνου. Όλα τα χέρια της γυναίκας. Φυλάνε μέσα τους όλα τα καπέλα και τη σάρκα και τη μνήμη. Κοιμισμένα, κουλουριασμένα, κάτω από τη σκοτεινιά, αναζητούν μία αγκαλιά. Ανοίγοντας δρόμους και φτιάχνοντας ζωή και φτιάχνοντας μανιτάρια και αναμνήσεις».
Τα ίδια τα βουνά αφηγούνται και με την τέχνη των σκίτσων επικουρικά να δίνουν πνοή στον λόγο, στο μακρύ παρελθόν τους, στον αργόσυρτο χρόνο τους, στην ένταση του φλοιού της Γης, που γεννοβολούσε την τραχύτητά της, που η ορεογένεσή της σμίλευε τις ατέλειωτες μορφές της επιφάνειάς της, υψώματα – μικρά και μεγάλα, κοιλάδες γλυκές και χαράδρες που φοβίζουν, πεδιάδες και ποτάμια, λίμνες και θάλασσες για να συγκεντρώνεται πλήθος ανθρώπων.
Και μιλάνε σε εμάς, για να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόημα του χρόνου, για να συνειδητοποιήσουμε την μικρότητά μας. «Πώς πεθάνατε εσείς όσο εμείς σηκωνόμασταν στον αέρα. Ψηλά. Τόνοι και τόνοι βράχια και χώμα, γρανίτης, γνεύσιο και ασβεστίτης. Προς τον ουρανό σηκωθήκαμε, από τα κατάβαθα. Με όλο το πείσμα, με όλη την υπομονή, με όλη τη βραδύτητα με όλη την καταστροφικότητα. Η σκοτεινή ορμή μας σήκωνε, η ωμή βία μας έστελνε καταπάνω, ο βράχος συστρεφόταν, το χώμα επιβαλλόταν, συσσωρευόταν, ζάρωνε, έσκαζε».
Και οι αρκούδες έχουν τα δικά τους δικαιώματα. Αυτές ζούσαν πρώτα στα βουνά. Κατηγορούν την αλαζονεία των ανθρώπων. Κατηγορούν το μίσος τους και τον πόλεμό τους. Τα βουνά. Η αρχαία διαμάχη. Η φύση φτιάχτηκε για τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος είναι ένα από τα πολλά δημιουργήματα της φύση