Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

"Χαμένη Άνοιξη" του Στρατή Τσίρκα

Στρατής Τσίρκας

Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου το 1911 και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.
Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στον Φασισμό. Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν (Louis Aragon).
To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο εργάζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.
Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 - Αθήνα 2007) και άλλους έλληνες αιγυπτιώτες δημιουργούν τη δραστήριο Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).
Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης "Αντιφασιστική Πρωτοπορία", της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.
Έχοντας εκδόσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο "Μπόμπα" εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.
Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα", τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.
Η έκδοση της "Λέσχης" το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας "Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο". Λόγω της άρνησής του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της , ως ολίσθιμα από τα ιδεολογικά θέσφατα». Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.
Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη "σιωπή" των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.
Το μυθιστόρημα "Χαμένη Άνοιξη" (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο "Δίσεχτα χρόνια". Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.
Η μετάφραση των "Ακυβέρνητων Πολιτειών" στα γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο του καλύτερου ξένου μθυιστορήματος στη Γαλλία το 1972.
Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.
Εργογραφία
 Φελλάχοι (1937), ποιητική συλλογή
 Το Λυρικό Ταξίδι (1938), ποιητική συλλογή
 Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944), συλλογή διηγημάτων
 Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946), ποιητική συλλογή
 Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), συλλογή διηγημάτων
 Ο ύπνος του θεριστή (1954), συλλογή διηγημάτων
 Νουρεντίν Μπόμπα (1957), νουβέλα
 Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) Κρατικό βραβείο καλύτερης βιογραφίας
 Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965), τριλογία που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα Η Λέσχη (1960)
 Αριάγνη (1962)
 Η Νυχτερίδα (1965)
Στον Κάβο (1966), διήγημα
 Αλλαξοκαιριά (1970), διήγημα (στον τόμο Δεκαοχτώ Κείμενα).
 Ο Πολιτικός Καβάφης, (1971) κριτικά άρθρα
 Τα ημερολόγια της Τριλογίας 'Ακυβέρνητες Πολιτείες' (1973)

 Χαμένη Άνοιξη (1976), πολιτικό μυθιστόρημα

 
 Ο συγγραφέας φιλοδοξούσε το βιβλίο αυτό να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, η οποία θα αφορούσε την ταραγμένη πολιτικά εποχή της δεκαετίας του '60, την επταετία της χούντας και τη Μεταπολίτευση. Ο θάνατός του το 1980 δεν του επέτρεψε παρά να προλάβει να τελειώσει το πρώτο μέρος αυτής της τριλογίας.
Ο Ανδρέας, πολιτικός πρόσφυγας από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από 18 χρόνια εξορίας. Είναι Ιούλιος του 1965 και ο ενθουσιασμένος ήρωας τριγυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιασμένος από την πολιτιστική άνθηση και βιώνει τις πολιτικές ταραχές της εποχής του. Κόντρα του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με το Παλάτι, παραίτησή του, πορείες στο κέντρο της Αθήνας και καταστολή τους από τις δυνάμεις ασφαλείας και τους παρακρατικούς, δολοφονία του Πέτρουλα, Αποστασία και φόβοι για μελλοντικό πραξικόπημα χαρακτηρίζουν το ηλεκτρισμένο κλίμα της εποχής. Ο Ανδρέας συμμετέχει στα γεγονότα αυτά αλλά περισσότερο ως παρατηρητής. Παράλληλα, ερωτεύεται δύο γυναίκες, την αδιάφορη για την πολιτική και με καθαρά υλιστική σκέψη για τη ζωή Φλώρα και τη νεαρότερη και παθιασμένη με την πολιτική Ματθίλδη.
Το βιβλίο προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Κατ' αρχάς, αποτελεί το ψυχογράφημα του κεντρικού ήρωα, ο οποίος έχει βιώσει τις συνέπειες της πολιτικής του τοποθέτησης με την εξορία του και η επιστροφή του στην Ελλάδα τον έχει καταστήσει διστακτικό. Τα γεγονότα του Ιουλίου του '65 τον βρίσκουν να καταγράφει τις εντυπώσεις του από τη σκοπιά του παρατηρητή. Η κληρονομία της μητέρας του υπενθυμίζει στον αναγνώστη, ότι ο πάλαι ποτέ φλογερός αγωνιστής έχει, πλέον, να χάσει πράγματα από πιθανές πολιτικές ανατροπές. Η συνεχής εμπλοκή του Κ.Κ.Ε., το οποίο δεν κατονομάζεται από το συγγραφέα αλλά η παρουσία και ο ρόλος του εμφαίνεται κάθε στιγμή, στιγματίζεται από τον πρωταγωνιστή, ο οποίος όντας πολιτικός πρόσφυγας θυμάται καλά το ρόλο και τα σφάλματα του εν λόγω κόμματος. Και όλ' αυτά καθιστούν τον Ανδρέα επιφυλακτικό απέναντι σε αυτά, που βλέπει και ακούει.
Παράλληλα, το βιβλίο αποτυπώνει την ιστορία των ημερών εκείνων, με τις συνεχείς και ολέθριες, όπως απεδείχθη, παρεμβάσεις του Παλατιού. Χωρίς να χαρίζεται στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο συγγραφέας στηλιτεύει τη σύμπραξη του Παλατιού με παρακρατικές δυνάμεις αλλά και τον αυταρχισμό, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η αντίδραση του κόσμου στις ενέργειες του βασιλιά και της κυβέρνησης των αποστατών, ενώ κάπου στο βάθος κάποιος στρατιωτικός, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος, προλειαίνει το έδαφος για την άνοδό του στην εξουσία, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου σπαράσσονται από ευτελείς διαμάχες και μικροπολιτικά συμφέροντα.
Ακόμα, ο συγγραφέας επιλέγει, πιστεύω, να περάσει, μέσα από τις αντιθέσεις των πρωταγωνιστών του βιβλίου, τα μηνύματά του. Από τη μια ο έμπειρος πολιτικά αλλά επιφυλακτικός σε βαθμό ουσιαστικής αδράνειας Ανδρέας συγκρίνεται με τη νεαρή, άπειρη αλλά ενθουσιώδη Ματθίλδη. Ο μαθημένος στην άκαμπτη κομματική πειθαρχία και τον αυστηρό έλεγχο της γενιάς του, όπως σφυρηλατήθηκε μέσα από τη θητεία του στο Κ.Κ.Ε. και τους αγώνες του, Ανδρέας είναι το αντίθετο από τη Ματθίλδη, η οποία επιθυμεί λιγότερο έλεγχο από τον κεντρικό κομματικό μηχανισμό, θέλει να ανοίξει τους ορίζοντές της και σπεύδει να ενώσει τις δυνάμεις της με τη δραστήρια νεολαία των Λαμπράκηδων. Από την άλλη, η παθιασμένη με την πολιτική και τα κοινά Ματθίλδη αποζητεί περισσότερη ελευθερία και να παύσουν οι παρεμβάσεις του Παλατιού στην πολιτική ζωή της Ελλάδος, ενώ στην άλλη άκρη η Φλώρα ζει μια επιφανειακά ερωτική ζωή με πολλούς ευκαιριακούς εραστές, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν γύρω της και αρνούμενη, πέρα από ορισμένες σπασμωδικές κινήσεις, να ασχοληθεί με αυτά, παρά την επαφή της με τις πολιτικές αντιλήψεις της εποχής της, όπως αυτές εκφράζονται από τους εραστές της.
Η γραφή του βιβλίου συνεπαίρνει τον αναγνώστη με τη μια, μεταφέροντάς τον σε μια εποχή ταραγμένη, όπου, όμως, ο κόσμος ονειρευόταν ένα καλύτερο και πιο ελεύθερο αύριο. Για όσους δεν έζησαν την εποχή αυτή, όπως ο γράφων, το βιβλίο προσφέρεται και για ιστορική ανασκόπηση. Και οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι τόσο άψογα δομημένοι και συμβολικοί, κυρίως η Φλώρα, ώστε αποτέλεσαν σωρεία συζητήσεων και αναλύσεων στα χρόνια που ακολούθησαν.
Σε μια εποχή, που ο κόσμος και κυρίως οι νέοι αδιαφορούν για τα κοινά και την πολιτική, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για να αντιληφθούμε τις συνέπειες της αδιαφορίας αυτής. Και το μήνυμά του αυτό είναι διαχρονικό και προσφέρεται μέσα από μια ονειρική γραφή, που απογειώνει τον αναγνώστη, αφήνοντάς τον να αναλογίζεται, σε τι επίπεδο θα είχε ανυψωθεί, αν ο συγγραφέας προλάβαινε να ολοκληρώσει την τριλογία του.
πηγή:
 
 

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

"Η Αρχαία Σκουριά" της Μάρως Δούκα

    





Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα "Η Αρχαία Σκουριά", με το Β' Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Αθώοι και φταίχτες". Για το ίδιο μυθιστόρημα τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika. Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στις σελίδες της Βιβλιοθήκης στη στήλη "Πρόσωπα - Συγγραφέας του Μήνα".




Το πρώτο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (πρωτοεκδόθηκε το 1979) είναι η λογοτεχνική ομφαλοσκόπηση μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς του Πολυτεχνείου. Με την αδιάκοπη αφήγηση της Μυρσίνης Παναγιώτου ανασυστήνεται στον αναγνώστη μια εποχή (πιθανόν η Μυρσίνη να είναι ο συμβολισμός της ίδιας της εποχής ή ενός σημαντικού κομματιού της), αυτή της δικτατορίας, που όχι μόνο σημάδεψε, αλλά ταυτόχρονα σημαδεύτηκε. Με διαρκή πηγαινέλα στο αφηγηματικό παρόν και παρελθόν (Κατοχή, Εμφύλιος, Ανένδοτος), η ηρωίδα, φοιτήτρια τότε, περιγράφει κατά τρόπο συμπαγή και ευφυή τον έξω και των έσω κόσμο. Βοηθούντων των ιστοριών που ζει η ίδια, οι φίλοι της, η οικογένειά της, καθώς αυτών που έχουν ζήσει τα περιμετρικά της πρόσωπα, η Μάρω Δούκα καταφέρνει μ' έναν τρόπο περισσότερο από μοντέρνο, αγγίζοντας τα όρια του μεταμοντέρνου, να εντάξει στην "Αρχαία Σκουριά" όλη την ...άχρονη γυαλάδα. Και μέσα σ' όλα να αποδείξει ότι το κάθε "παρόν" δεν προέρχεται εκ παρθενογενέσεως, αλλά αποτελεί σύνδεσμο μιας αλυσίδας ιστορικών γεγονότων. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, λοιπόν.

Οργανώσεις, κομματικές συζητήσεις και ντιρεκτίβες, ατέρμονες μαρξιστικές και εν γένει θεωρητικές αναλύσεις, φυλακίσεις, διώξεις, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου, η παρουσίαση χαρακτήρων-ηρώων όλων των ειδών και των κοινωνικών τάξεων και προελεύσεων, με πρωτοστατούσα την ιδεολόγο (σχεδόν ουτοπίστρια) Μυρσίνη και μια σειρά ομοίων της, όπως επίσης και άλλων πιο "ρεαλιστών" χαρακτήρων, καθώς και καιροσκόπων ή αφελών επίσης, χωρούν μέσα σ' ένα μυθιστόρημα τόσο πολλά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης έχει σε πολλά σημεία του βιβλίου να σταθεί και να κατανοήσει. Κυρίως, δε, όσον αφορά την ηρωίδα, τις ατραπούς που αυτή διέρχεται στο συναισθηματικό -ερωτικό, φιλικό, οικογενειακό ή άλλο- κόσμο της.

Εντύπωση προκαλεί και η διάθεση της Μάρως Δούκα να ακολουθήσει αυτό το "πηγαινέλα" το βιβλίο της ως συνταίριασμα με τον αλλόκοτο ψυχικό κόσμο της Μυρσίνης, της ηρωίδας, η οποία βεβαίως συμφωνεί και προτυπώνει το αδιάκοπο πισωγύρισμα και την ατελείωτη αναμπουμπούλα της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά και συγκεκριμένα της περιόδου της χούντας. Μεταξύ άλλων, καθόλου δε φαίνεται να είναι τυχαία και η επιλογή των επιστημών που σπουδάζουν οι ήρωες: ιατρική και νομική, κατά κύριο λόγο, μιας και η πρώτη ασχολείται με την "ευταξία" του προσωπικού κόσμου και η δεύτερη με αυτήν του διαπροσωπικού. Όπως και η αρχιτεκτονική: είναι αυτή η επιστήμη που σκοπό έχει, καταρχήν τουλάχιστον, να "βάλει σε τάξη" ζωές ανθρώπων και πόλεων. Βέβαια, η συγγραφέας, ακόμη και για την ιατρική δηλώνει, μέσω της ηρωίδας, πως για να 'ναι κανείς καλός γιατρός, πρέπει να 'ναι καλή και η κοινωνία.

Με επιρροές απ' τον Στρατή Τσίρκα και τον Αντρέα Φραγκιά, ίσως και με μια επαφή με το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου, η Μάρω Δούκα παραμένει σύγχρονη και μοντέρνα, υφολογικά και πραγματολογικά, όντας η ίδια περισσότερο προσωπική και εξομολογητική στην πραγμάτευση του υλικού της. Το σημαίνον ζήτημα που προκύπτει βέβαια είναι η ένταξη του βιβλίου στο σήμερα. Το 1979 που εκδόθηκε η "Αρχαία Σκουριά" ήταν, και είναι ακόμα φυσικά, ένα πολιτικό, μεταξύ άλλων, μυθιστόρημα που μιλούσε ακριβώς για την εποχή του. Κάθε υπόνοια "βιαστικής ταφόπλακας" και "όψιμης σφράγισης" της ιστορικής εκείνης περιόδου προφανώς και κρίνεται περιττή εκ του αποτελέσματος του βιβλίου. Με ζωντανή την αίσθηση και τη συγκυρία της χούντας και της μεταπολίτευσης, το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα παραμένει σύγχρονο για την εποχή του και σύγχρονο για σήμερα, αφού μπορούμε να έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο "εποχής" της εποχής του, μια αναβίωση, δηλαδή, που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι κυρίως κυκλοφορεί ως ιστορικό ή πολιτικό μυθιστόρημα τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων στις οποίες έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί ή σύντομα θα κάνουμε λόγο γι' αυτές.
 * * *

Μπορεί να τελειώνει το βιβλίο και να μένει κανείς με μιαν αίσθηση "αποτυχίας" ή "παραίτησης". Έχω την εντύπωση, ωστόσο, ότι η Μάρω Δούκα, στην τραγική αυτή ηρωίδα-εποχή, δηλώνει την επανέναρξη και την ανασύνταξη.

"Έτσι επιτέλους χωρούσα σε μια κόλλα χαρτί:

Λοιπόν εγώ, ονομάζομαι Μυρσίνη Παναγιώτου. Γεννήθηκα στο Παρίσι στις 25 του Ιούλη. Κατοικώ οδός Σινώπης 10, μοναχή μου. Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα, η μητέρα μου έχει πεθάνει. Έχω αγωνιστεί στα χρόνια της δικτατορίας, στην αρχή, ως μέλος του Ρήγα. [...] Για τις ικανότητες και τις αδυναμίες μου δεν έχω τι να πω. Και τέλος πάντων πότε νιώθω ένας θεός πότε ένα πλάσμα".

Γιατί πρέπει κανείς να φτάσει στο μηδέν για να ξαναβρεί το ένα. Και ξανά το μηδέν. Και ξανά το ένα.

Δημήτρης Αθηνάκης
Πηγή:
 http://www.serrelib.gr/logotehnia.php?id=62