Ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα της Γκόρντιμερ που το 1974 τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ, την πρώτη μεγάλη διάκριση της Γκόρντιμερ πριν κερδίσει το Νόμπελ για το σύνολο του έργου της.
"Η Ναντίν Γκόρντιμερ γράφει για μαύρους και λευκούς, αλλά η σταθερή ματιά της διακρίνει τελικά κάτι γκρίζο. Θα μπορούσες να το ονομάσεις ανθρώπινη φύση - και θα είχες δίκιο".
(Daily Telegraph)
"Αν ήταν να μη διαβάσουμε κανένα άλλο βιβλίο για τη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ, το μυθιστόρημα αυτό της Γκόρντιμερ θα ήταν αρκετό... (Ως λογοτεχνική αρχειοθέτρια της ιστορίας, η Γκόρντιμερ δεν έχει όμοιό της.)
(Sunday Times)
Ναντίν Γκόρντιμερ
1923 – 2014
Η Ναντίν Γκόρντιμερ γεννήθηκε στο Σπρινγκς, μια πόλη ορυχείων κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1923 από πατέρα Εβραίο μετανάστη από τη Λιθουανία [τότε Ρωσική Αυτοκρατορία] και από μητέρα Λονδρέζα, χριστιανή εβραϊκής καταγωγής. Η ανατροφή που πήρε από την οικογένειά της ήταν μάλλον κοσμική, ούτε ιδιαίτερα χριστιανική ούτε ιδιαίτερα εβραϊκή. Η ίδια αργότερα αυτοχαρακτηριζόταν ως άθεη.
Για κάποιο λόγο, η μητέρα της πίστευε ότι η Ναντίν είχε πρόβλημα με την καρδιά της και την πήρε από το καθολικό σχολείο στο οποίο πήγαινε. Από τα 11-12 έκανε μόνο ιδιαίτερα μαθήματα με μια δασκάλα και αυτό την οδήγησε σε μια μοναχική εφηβική ηλικία, χωρίς συμμαθήτριες ή φίλες, με μια αδερφή 4 χρόνια μεγαλύτερη που δεν πολυασχολούταν μαζί της. Από την άλλη όμως, αυτό πιθανόν την βοήθησε να ασχοληθεί νωρίς με το γράψιμο. Μάλιστα πρωτοδημοσίευσε διηγήμά της – μια παιδική ιστορία - το 1937, σε ηλικία 14 ετών. Λίγο αργότερα, στα 16, δημοσιεύτηκε το πρώτο μη παιδικό της διήγημα. Μετά τον πόλεμο παρακολούθησε κάποια μαθήματα γενικών γνώσεων στο Πανεπιστήμιο, τα οποία εγκαταλείπει έναν χρόνο αργότερα για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Παντρεύεται το 1949, αποκτά μια κόρη, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται το 1954 με αυτόν που θα αποτελέσει τον ισόβιο σύντροφό της, τον έμπορο έργων τέχνης Ράινχολντ Κάσιρερ [πέθανε το 2001]. Αποκτά έναν γιο το 1955, ενώ ήδη το 1953 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα, The Lying Days.
Το 1960, η σύλληψη της καλύτερής της φίλης και η σφαγή του Σάρπβιλ την ωθούν να αναμειχθεί σοβαρά με το κίνημα κατά του απαρτχάιντ. Μέσω της φιλίας της με τους συνηγόρους του Μαντέλα [ο ένας Έλληνας: Τζορτζ Μπίζος] γνωρίζει και τον ίδιο και τον βοηθάει να γράψει τον περίφημο λόγο του «Είμαι έτοιμος να πεθάνω», που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1962. Όταν ο Μαντέλα απελευθερώνεται το 1990, η Γκόρντιμερ είναι μία από τους πρώτους που ζητάει να δει.
Διάφορα βιβλία της απαγορεύονται από το καθεστώς στη δεκαετία του ‘70: Ο ύστερος αστικός κόσμος, το A World of Strangers, Η κόρη του Μπέρτζερ, Οι άνθρωποι του Τζούλι. Παρ’ όλο αυτό το σε βάρος της αρνητικό κλίμα, αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα.
Το 1991 βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ. Μετά την πτώση του απαρτχάιντ, παίρνει ενεργό μέρος στον αγώνα κατά του AIDS, επικρίνοντας μάλιστα την κυβέρνηση για τη στάση της στο θέμα.
Το 2006 της επιτίθενται και την ληστεύουν μέσα στο σπίτι της, αλλά εκείνη, πάντα θαρραλέα, αρνείται να μετακομίσει σε πιο προστατευμένο χώρο. Δηλώνει μάλιστα ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι εκπαίδευση και δουλειές, όχι περισσότερη αστυνόμευση. Το καλοκαίρι που μας πέρασε πέθανε στον ύπνο της στις 13 Ιουλίου 2014.
Το έργο της
Η Γκόρντιμερ υπήρξε μάρτυρας μιας ολόκληρης εποχής. Δεν έκανε στρατευμένη τέχνη. Αναζητούσε στα βιβλία της την ηθική και ψυχολογική αλήθεια. Όπως λέει και στην προμετωπίδα του μυθιστορήματος Οι άνθρωποι του Τζούλι το απόσπασμα αυτό του Αντόνιο Γκράμσι: «Το παλιό πεθαίνει και το καινούριο δεν μπορεί να γεννηθεί. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων.» Αυτών των «νοσηρών συμπτωμάτων» ερευνήτρια υπήρξε η Γκόρντιμερ.
Στα γραφτά της είναι προφανής η αγάπη για την πατρίδα της την Αφρική, τον λαό της, τα τοπία και την ιστορία. Όλα αυτά τα αντιπαραβάλλει, όπως είπαμε, με τη διερεύνηση των εξοντωτικών ψυχολογικών επιπτώσεων του απαρτχάιντ και των πολιτικών του διώξεων πάνω στους ανθρώπους.
Στα μυθιστορήματά της της δεκαετίας του ’70 μιλάει για τη βία του απαρτχάιντ, με τον τρόπο που το απολυταρχικό καθεστώς διαστρέφει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Οι ήρωές της έρχονται αντιμέτωποι με την εξορία, τον συμβιβασμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, από τη μία, και την ανάπτυξη της μαύρης συνείδησης, από την άλλη. Καταδεικνύει την αδυναμία των φιλελεύθερων αστών να βρουν απάντηση στο απαρτχάιντ, εγκλωβισμένοι όπως είναι από τα συμφέροντά τους. Η κόρη του Μπέρτζερ [1979] εξετάζει τις σχέσεις της κόρης ενός λευκού πολιτικού κρατούμενου, ηγέτη του κινήματος απελευθέρωσης των μαύρων, με τον πατέρα της, στη μετά το Σοβέτο εποχή. Στον Συντηρητή [1974] ένας πλούσιος λευκός αγοράζει ένα κτήμα για να το χρησιμοποιήσει ως χώρο ραντεβού και τρόπο φοροαπαλλαγής για να ανακαλύψει σιγά-σιγά ότι υπακούει σε μια βαθύτερη ανάγκη: να ανήκει κάπου.
Οι άνθρωποι του Τζούλι [1981]: κάπου στο μέλλον μια οικογένεια φιλελεύθερων λευκών αστών φεύγει από το εξεγερμένο Γιοχάνεσμπουργκ για να βρει καταφύγιο στον μαύρο υπηρέτη τους, τον Τζούλι. Στο Μια ιδιοτροπία της φύσης [1987] η Χιλέλα είναι μια ιδιαίτερη έφηβη που δεν μένει πιστή στις συμβάσεις της λευκής κοινωνίας. Μετά τη σεξουαλική συνειδητοποίησή της έρχεται και η πολιτική της στράτευση στο κίνημα κατά του απαρτχάιντ.
Προσπαθεί να διαχειριστεί το ζήτημα του τι σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια κοινωνία ρατσιστικά διχασμένη. Πώς νιώθει κανείς ως μέλος μιας κοινωνίας που ηθελημένα και βάναυσα καταπιέζει εκατομμύρια πολιτών; Τι κάνεις όταν σου κλέβουν την ίδια σου τη χώρα; Όπως δήλωνε στις συνεντεύξεις της η Ναντίν Γκόρντιμερ: «Δεν μπορεί να ζει κανείς στην Ν. Αφρική του απαρτχάιντ χωρίς να παίρνει θέση.
Η τέχνη της Γκόρντιμερ δεν ξεπεράστηκε με το απαρτχάιντ. Ακριβώς επειδή ποτέ δεν έκανε «στρατευμένη», αλλά βαθιά πολιτική τέχνη. Συνεχίζει και στη μετά το απαρτχάιντ εποχή να μας δίνει εξαιρετικά μυθιστορήματα. Στο Όπλο του σπιτιού [1998] διερευνά τις τραγικές συναισθηματικές και νομικές επιπτώσεις ενός φόνου που διαπράττεται από τον γιο μιας οικογένειας της λευκής ελίτ. Στο Ένας τυχαίος εραστής [2001], μια τυχαία συνάντηση ανάμεσα στην κόρη ενός πλούσιου τραπεζίτη και ενός «έγχρωμου» γκαραζιέρη από κάποιο αραβικό αφρικανικό κράτος δίνει την ευκαιρία στη Γκόρντιμερ να εξετάσει το πρόβλημα της μετανάστευσης και της πολιτισμικής σύγκρουσης. Στο Ξύπνα! [Get a Life, 2005], ο οικολόγος Πολ Μπένερμαν μετά από μια θεραπεία για καρκίνο του θυρεοειδούς καθίσταται κατά παράξενο τρόπο ραδιενεργός και επικίνδυνος για το άμεσο περιβάλλον του. Για να προστατεύσει τη γυναίκα και το παιδί του πηγαίνει να μείνει στο σπίτι των γονιών του όπου θα περάσει μια διαδικασία αμφισβήτησης της μέχρι τώρα ζωής του.
1923 – 2014
Η Ναντίν Γκόρντιμερ γεννήθηκε στο Σπρινγκς, μια πόλη ορυχείων κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1923 από πατέρα Εβραίο μετανάστη από τη Λιθουανία [τότε Ρωσική Αυτοκρατορία] και από μητέρα Λονδρέζα, χριστιανή εβραϊκής καταγωγής. Η ανατροφή που πήρε από την οικογένειά της ήταν μάλλον κοσμική, ούτε ιδιαίτερα χριστιανική ούτε ιδιαίτερα εβραϊκή. Η ίδια αργότερα αυτοχαρακτηριζόταν ως άθεη.
Για κάποιο λόγο, η μητέρα της πίστευε ότι η Ναντίν είχε πρόβλημα με την καρδιά της και την πήρε από το καθολικό σχολείο στο οποίο πήγαινε. Από τα 11-12 έκανε μόνο ιδιαίτερα μαθήματα με μια δασκάλα και αυτό την οδήγησε σε μια μοναχική εφηβική ηλικία, χωρίς συμμαθήτριες ή φίλες, με μια αδερφή 4 χρόνια μεγαλύτερη που δεν πολυασχολούταν μαζί της. Από την άλλη όμως, αυτό πιθανόν την βοήθησε να ασχοληθεί νωρίς με το γράψιμο. Μάλιστα πρωτοδημοσίευσε διηγήμά της – μια παιδική ιστορία - το 1937, σε ηλικία 14 ετών. Λίγο αργότερα, στα 16, δημοσιεύτηκε το πρώτο μη παιδικό της διήγημα. Μετά τον πόλεμο παρακολούθησε κάποια μαθήματα γενικών γνώσεων στο Πανεπιστήμιο, τα οποία εγκαταλείπει έναν χρόνο αργότερα για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Παντρεύεται το 1949, αποκτά μια κόρη, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται το 1954 με αυτόν που θα αποτελέσει τον ισόβιο σύντροφό της, τον έμπορο έργων τέχνης Ράινχολντ Κάσιρερ [πέθανε το 2001]. Αποκτά έναν γιο το 1955, ενώ ήδη το 1953 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα, The Lying Days.
Το 1960, η σύλληψη της καλύτερής της φίλης και η σφαγή του Σάρπβιλ την ωθούν να αναμειχθεί σοβαρά με το κίνημα κατά του απαρτχάιντ. Μέσω της φιλίας της με τους συνηγόρους του Μαντέλα [ο ένας Έλληνας: Τζορτζ Μπίζος] γνωρίζει και τον ίδιο και τον βοηθάει να γράψει τον περίφημο λόγο του «Είμαι έτοιμος να πεθάνω», που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1962. Όταν ο Μαντέλα απελευθερώνεται το 1990, η Γκόρντιμερ είναι μία από τους πρώτους που ζητάει να δει.
Διάφορα βιβλία της απαγορεύονται από το καθεστώς στη δεκαετία του ‘70: Ο ύστερος αστικός κόσμος, το A World of Strangers, Η κόρη του Μπέρτζερ, Οι άνθρωποι του Τζούλι. Παρ’ όλο αυτό το σε βάρος της αρνητικό κλίμα, αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα.
Το 1991 βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ. Μετά την πτώση του απαρτχάιντ, παίρνει ενεργό μέρος στον αγώνα κατά του AIDS, επικρίνοντας μάλιστα την κυβέρνηση για τη στάση της στο θέμα.
Το 2006 της επιτίθενται και την ληστεύουν μέσα στο σπίτι της, αλλά εκείνη, πάντα θαρραλέα, αρνείται να μετακομίσει σε πιο προστατευμένο χώρο. Δηλώνει μάλιστα ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι εκπαίδευση και δουλειές, όχι περισσότερη αστυνόμευση. Το καλοκαίρι που μας πέρασε πέθανε στον ύπνο της στις 13 Ιουλίου 2014.
Το έργο της
Η Γκόρντιμερ υπήρξε μάρτυρας μιας ολόκληρης εποχής. Δεν έκανε στρατευμένη τέχνη. Αναζητούσε στα βιβλία της την ηθική και ψυχολογική αλήθεια. Όπως λέει και στην προμετωπίδα του μυθιστορήματος Οι άνθρωποι του Τζούλι το απόσπασμα αυτό του Αντόνιο Γκράμσι: «Το παλιό πεθαίνει και το καινούριο δεν μπορεί να γεννηθεί. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων.» Αυτών των «νοσηρών συμπτωμάτων» ερευνήτρια υπήρξε η Γκόρντιμερ.
Στα γραφτά της είναι προφανής η αγάπη για την πατρίδα της την Αφρική, τον λαό της, τα τοπία και την ιστορία. Όλα αυτά τα αντιπαραβάλλει, όπως είπαμε, με τη διερεύνηση των εξοντωτικών ψυχολογικών επιπτώσεων του απαρτχάιντ και των πολιτικών του διώξεων πάνω στους ανθρώπους.
Στα μυθιστορήματά της της δεκαετίας του ’70 μιλάει για τη βία του απαρτχάιντ, με τον τρόπο που το απολυταρχικό καθεστώς διαστρέφει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Οι ήρωές της έρχονται αντιμέτωποι με την εξορία, τον συμβιβασμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, από τη μία, και την ανάπτυξη της μαύρης συνείδησης, από την άλλη. Καταδεικνύει την αδυναμία των φιλελεύθερων αστών να βρουν απάντηση στο απαρτχάιντ, εγκλωβισμένοι όπως είναι από τα συμφέροντά τους. Η κόρη του Μπέρτζερ [1979] εξετάζει τις σχέσεις της κόρης ενός λευκού πολιτικού κρατούμενου, ηγέτη του κινήματος απελευθέρωσης των μαύρων, με τον πατέρα της, στη μετά το Σοβέτο εποχή. Στον Συντηρητή [1974] ένας πλούσιος λευκός αγοράζει ένα κτήμα για να το χρησιμοποιήσει ως χώρο ραντεβού και τρόπο φοροαπαλλαγής για να ανακαλύψει σιγά-σιγά ότι υπακούει σε μια βαθύτερη ανάγκη: να ανήκει κάπου.
Οι άνθρωποι του Τζούλι [1981]: κάπου στο μέλλον μια οικογένεια φιλελεύθερων λευκών αστών φεύγει από το εξεγερμένο Γιοχάνεσμπουργκ για να βρει καταφύγιο στον μαύρο υπηρέτη τους, τον Τζούλι. Στο Μια ιδιοτροπία της φύσης [1987] η Χιλέλα είναι μια ιδιαίτερη έφηβη που δεν μένει πιστή στις συμβάσεις της λευκής κοινωνίας. Μετά τη σεξουαλική συνειδητοποίησή της έρχεται και η πολιτική της στράτευση στο κίνημα κατά του απαρτχάιντ.
Προσπαθεί να διαχειριστεί το ζήτημα του τι σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια κοινωνία ρατσιστικά διχασμένη. Πώς νιώθει κανείς ως μέλος μιας κοινωνίας που ηθελημένα και βάναυσα καταπιέζει εκατομμύρια πολιτών; Τι κάνεις όταν σου κλέβουν την ίδια σου τη χώρα; Όπως δήλωνε στις συνεντεύξεις της η Ναντίν Γκόρντιμερ: «Δεν μπορεί να ζει κανείς στην Ν. Αφρική του απαρτχάιντ χωρίς να παίρνει θέση.
Η τέχνη της Γκόρντιμερ δεν ξεπεράστηκε με το απαρτχάιντ. Ακριβώς επειδή ποτέ δεν έκανε «στρατευμένη», αλλά βαθιά πολιτική τέχνη. Συνεχίζει και στη μετά το απαρτχάιντ εποχή να μας δίνει εξαιρετικά μυθιστορήματα. Στο Όπλο του σπιτιού [1998] διερευνά τις τραγικές συναισθηματικές και νομικές επιπτώσεις ενός φόνου που διαπράττεται από τον γιο μιας οικογένειας της λευκής ελίτ. Στο Ένας τυχαίος εραστής [2001], μια τυχαία συνάντηση ανάμεσα στην κόρη ενός πλούσιου τραπεζίτη και ενός «έγχρωμου» γκαραζιέρη από κάποιο αραβικό αφρικανικό κράτος δίνει την ευκαιρία στη Γκόρντιμερ να εξετάσει το πρόβλημα της μετανάστευσης και της πολιτισμικής σύγκρουσης. Στο Ξύπνα! [Get a Life, 2005], ο οικολόγος Πολ Μπένερμαν μετά από μια θεραπεία για καρκίνο του θυρεοειδούς καθίσταται κατά παράξενο τρόπο ραδιενεργός και επικίνδυνος για το άμεσο περιβάλλον του. Για να προστατεύσει τη γυναίκα και το παιδί του πηγαίνει να μείνει στο σπίτι των γονιών του όπου θα περάσει μια διαδικασία αμφισβήτησης της μέχρι τώρα ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου